- Σεβασμίους
- Σεβάσμιοςreverendmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άγιοι — Ο όρος, με χριστιανική σημασία, χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να δηλώσει τα μέλη της εκκλησίας, τους χριστιανούς. Από τον 2o αι. και ύστερα η εκκλησία ονομάζει α. μόνο τους μάρτυρες (εκείνους που ομολόγησαν τη χριστιανική τους πίστη με μαρτυρικό… … Dictionary of Greek
γέροντας — ο θηλ. ισσα,1. γέρος: Έμαθα το μύθο από ένα γέροντα. 2. προσφώνηση για σεβάσμιους κληρικούς ή μοναχούς ή για ηγούμενο μοναστηριού: Μας υποδέχτηκε ο γέροντας της μονής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)